- αφέλκυση
- η (Μ ἀφέλκυσις)το να τραβάει κανείς απότομα κάτινεοελλ.«αφέλκυση ξίφους» — η απόσπαση του ξίφους από το ξίφος του αντιπάλου με το οποίο βρίσκεται σε ζεύγη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφελκύσῃ — ἀφελκύσηι , ἀφέλκυσις dragging away fem dat sg (epic) ἀφέλκω drag away aor subj mid 2nd sg ἀφέλκω drag away aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)